- καρδιόδηκτος
- καρδιόδηκτος, -ον (Α)αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» — δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό-δηκτος, κυνό-δηκτος].
Dictionary of Greek. 2013.